- πρᾳότατα
- πρᾶοςGött. Nachr.adverbial superlπρᾶοςGött. Nachr.neut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραότατα — πρᾱότατα , πρᾶος Gött. Nachr. adverbial superl πρᾱότατα , πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc superl pl πρᾱότατα , πρᾶος Gött. Nachr. neut acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳοτάτας — πρᾳοτάτᾱς , πρᾶος Gött. Nachr. fem acc superl pl πρᾳοτάτᾱς , πρᾶος Gött. Nachr. fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)